ὑφηγηματικός

ὑφηγηματικός
ὑφηγηματικός
expository
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υφηγηματικός — ή, όν, ΜΑ [ύφήγημα, ὑφηγήματος] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑφηγηματικά βιβλία που εμπεριέχουν ερμηνευτικά σχόλια μσν. (για πρόσ.) ο έμπειρος στην εξήγηση αρχ. εξηγητικός, ερμηνευτικός …   Dictionary of Greek

  • ὑφηγηματικόν — ὑφηγηματικός expository masc acc sg ὑφηγηματικός expository neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγηματικοῖς — ὑφηγηματικός expository masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγηματικοί — ὑφηγηματικός expository masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγηματικοῦ — ὑφηγηματικός expository masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφηγηματικῷ — ὑφηγηματικός expository masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”